εμφυσητικός

εμφυσητικός
ἐμφυσητικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που προκαλεί διόγκωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐμφυσητικά — ἐμφυσητικός inflating neut nom/voc/acc pl ἐμφυσητικά̱ , ἐμφυσητικός inflating fem nom/voc/acc dual ἐμφυσητικά̱ , ἐμφυσητικός inflating fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφυσητικώτατον — ἐμφυσητικός inflating masc acc superl sg ἐμφυσητικός inflating neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρηστικός — ή, όν, Α αυτός που προκαλεί διόγκωση, εμφυσητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρη τού πίμ πρη μι* «πυρπολώ, φουσκώνω» + κατάλ. (σ)τικός. Η παρουσία τού σ αποτελεί αναλογικό σχηματισμό (πρβλ. χρησ τικός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”